- όλβιος
- -α, -ο (ΑΜ ὄλβιος, -ία, -ον, Μ θηλ. και ὄλβιος)1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.)2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριοςαρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄλβία(στον Όμ.) α) πλούτηβ) ευδαιμονία2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὄλβιασε κατάσταση ευτυχίας, ευδαιμονίας («τοῑσιν θεοὶ ὄλβια δοῑεν ζωέμεναι», Ομ. Οδ.)3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὄλβιοιοι νεκροί.επίρρ...ὀλβίως (Α)με ευτυχία, με ευδαιμονία, με μακαριότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος. Το επίθ. ὄλβιος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τους ανθρώπους στους οποίους οι θεοί παρέχουν ευδαιμονία, ενώ για τους θεούς χρησιμοποιείται το επίθ. μάκαρ].
Dictionary of Greek. 2013.